κηρύγματος

κηρύγματος
κήρυγμα
that which is cried by a herald
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • διδαχή — η (AM διδαχή) [διδάσκω] 1. διδασκαλία 2. ο θείος λόγος, η κατήχηση μσν. νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού κηρύγματος, το κείμενο τού λόγου 2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων μσν. δίδαγμα, παράδειγμα αρχ. 1. κατάλογος τών… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • ενορία — Η μικρότερη εκκλησιαστική υποδιαίρεση. Παλαιότερα και για πολλούς αιώνες, ε. ονομαζόταν η επισκοπική περιφέρεια. Η ε. έχει επικεφαλής τον εφημέριο, ο οποίος κατευθύνει τη θρησκευτική της ζωή, χορηγεί τα άγια μυστήρια, διατηρεί βιβλία με τα… …   Dictionary of Greek

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

  • ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”